Γράφει ο θείος Άκης
«Όσο πιο έξυπνες γίνονται οι συσκευές τόσο πιο ηλίθιοι γίνονται οι άνθρωποι» Τζίμης Πανούσης
Την δεκαετία του ’70 στο αστυνομικό ρεπορτάζ των εφημερίδων μπορούσε κανείς να συναντήσει θανάτους από το μαγκάλι που έκαιγε κατά τη διάρκεια της νύχτας στα σπίτια. Αυτό συνέβαινε συνήθως σε απομονωμένα χωριά και σε ανθρώπους ηλικιωμένους. Ποτέ δεν υπήρχε η είδηση για νεαρά παιδιά νεκρά. Πόσο μάλλον για φοιτητές, τον ανθό της ελληνικής νεολαίας. Την πρωτοπορία της γνώσης και της χώρας. Η είδηση μας σόκαρε όλους. Ιδιαίτερα η λεπτομέρεια πως ο ένας φοιτητής πέθανε δίπλα στον υπολογιστή. Η γενιά που έχασε τη ζωή της κοιτάζοντας τις ζωές των άλλων θα μπορούσε να πει κανείς. Με μια απλή ενέργεια θα μπορούσε τα πάντα να είχαν αποφευχθεί. Ένα απλό χτύπημα στο google της λέξης κάρβουνο και ψησταριά και θα έβλεπαν τον κίνδυνο. Αυτό και δεν θα συζητάγαμε καν τώρα.
Αυτό το απλό χτύπημα όμως δεν το έκαναν. Δεν είχαν μάθει να ψάχνουν, να ρωτήσουν. Τους είχαν πει πως είναι ακόμη παιδιά. Μια παθογένεια της ελληνικής κοινωνίας που αρνείται να δει πως τα παιδιά μεγάλωσαν, πως έχουν ευθύνες και υποχρεώσεις. Πως θα έπρεπε να γνώριζαν πως η ψησταριά σε εσωτερικό χώρο μπορούσε να οδηγήσει και στο θάνατο.
Το βλέπουμε όλοι και κλείνουμε τα μάτια. Τα παιδιά είναι μικρομέγαλα πια. Λένε εξυπνάδες, σεξιστικά ανέκδοτα, σκούζουν και μιμούνται τα πρόσωπα της τηλεόρασης. Αυτά βλέπουν, αυτά κάνουν. Άλλωστε το εκπαιδευτικό πρόγραμμα στους τηλεοπτικούς δέκτες είναι ανύπαρκτο πια. Μεγαλώνουν σαν να τα ξέρουν όλα και ουσιαστικά τίποτα. Εξυπνάκηδες σαν τους γονείς τους που έκαναν μια χώρα μαντάρα και τους παραδίδουν συντρίμμια. Οι ευθύνες τις εκπαίδευσης μεγάλες. Το έγκλημα κατ’ εξοχήν πολιτικό. Αυτή παρήγαγε μεταλλαγμένα τέκνα που το μόνο που έμαθαν είναι να τα κάνουν όλα μπάχαλο. Μια ζωή στη διεκδίκηση και από υποχρέωση μηδέν. Χωρίς τον φόβο της τιμωρίας και κατ’ επέκταση οποιανδήποτε φόβο. Επόμενο λοιπόν να φτιάξουν τα υλικά κατεδαφίσεως σε ένα σχολείο υπό συνεχή κατάληψη και ουσιαστική κατάρρευση.
Πώς να ήξεραν για τον κίνδυνο της ψησταριάς οι φοιτητές στη Λάρισα, όταν το μαγκάλι παρέπεμπε σε άλλες εποχές και άλλους τόπους. Η ύπαιθρος και οι συνήθειες της αντιμετωπίζονταν με χλευασμό από τους νεοφερμένους κάτοικους της πόλης αυτά τα χρόνια. Έχοντας ζήσει στην ευκολία των κλιματιστικών και των καλοριφέρ δεν ήξεραν πως υπάρχουν και χειρότερα. Τους είναι λοιπόν δύσκολο να αντιμετωπίσουν τη σημερινή κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Το στομάχι πρέπει αν είναι πολύ γερό για να αντεπεξέλθουν. Έχουν εκπαιδευτεί όλα να τους έρχονται στο πιάτο. Και πια σίγουρο δεν είναι ούτε και το πιάτο.
Η στιγμή όμως δεν σηκώνει άλλη μιζέρια. Αρκετά πια με την διάχυτη κακομοιριά. Ήρθε η ώρα για παύση της διαρκούς αιμορραγίας σε αυτό το άγριο πισωγύρισμα δεκαετιών. Ας γίνει ο υπολογιστής το παράθυρο της γνώσης και όχι ο ακίνητος και σιωπηλός θάνατος. Φτάνειπια!
Είμαστε η γενιά που έρχεται κάποιος και τις λέει πως χάνει με 3-0 από τα αποδυτήρια. Πριν καν ξεκινήσει το παιχνίδι, πριν καν αγωνιστεί. Ας μην πλακωθούμε μεταξύ μας χωρίς καν να μπούμε στον αγωνιστικό χώρο. Ας παίξουμε τουλάχιστον. Μην παραδοθούμε αμαχητί στις αγορές του κόσμου!
πηγή