Προσπαθούσε ώρα να κοιμηθεί.
Συνειδητοποίησε οτι είχε καταφέρει να κλείσει τα μάτια του όταν ξύπνησε απο τον εφιάλτη.
Δεν πολυπίστευε στα όνειρα. Έτσι απέδωσε το αναπάντεχο αυτό συμβάν σε κάποιο εξωτερικό και βίαιο συμβάν. Είχε καθαρή συνείδηση και δέν μπορεί να τον απασχολούσε κάτι άλλο.
Όταν ξανακούστηκε ο ήχος της καμπάνας ,βρέθηκε και ο ένοχος.
Αφού δεν είχε να του προσφέρει τίποτα άλλο πια το κρεβάτι του ,ντύθηκε βιαστικά ,λές και είχε αργοπορήσει σε κάποιο σημαντικό ραντεβού, έκλεισε πίσω του την βαριά σιδερένια πόρτα και χάθηκε στο ημισκότεινο και ψυχρό δρομάκι.
Δεν είχε κάπου συγκεκριμένα να πάει.
Ο πατέρας του είχε πεθάνει εδώ και καιρό.
Η μητέρα του έμενε πλέον πολύ μακριά.
Τα αδέρφια του είχαν φτιάξει καλά την ζωή τους και δεν χρειάζεται να διαταράσσεται από κάποια παραφωνία.
Φίλους είχε κάνει κάποιους συναδέλφους, μα και αυτοί δεν είχαν ώμους για πολλά πολλά.
Για σύντροφο είχε επιλέξει την μονιμότητα τους εφήμερου. Δεν τον έπαιρνε για παραπάνω.
Έτσι έλεγε τουλάχιστον.
Όμως τίποτα από αυτά δεν τον απασχολούσαν εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό.
-Συγνώμη, φωτιά έχετε;
Ακούστηκε μία φωνή από τα δεξιά.
Δεν είχε προσέξει ότι ήδη έφτασε στο πάρκο.
Ένας μεσήλικας άνδρας καθόταν στο παγκάκι. Φαινόταν να είναι ένα άλλο θύμα της καλοκουρδισμένης μηχανής που υπάρχει γύρω μας, και ξερνάει όποιο γρανάζι δεν της κάνει.
-Βεβαίως. Μισό λεπτό.
Ένοιωσε κάτι σαν οίκτο, αλλά μάλλον συναισθηματική φόρτιση λόγω των ημερών σκέφτηκε ότι θα ήταν.
-Με λυπάσαι;
-….
-Το βλέπω στο βλέμμα σου.
Τώρα τι να του πει. Είχε που είχε τα δικά του, μία ανάκριση του έλειπε από τον μεθυσμένο.
-Άνθρωπέ μου, χρόνια πολλά. Καλά Χριστούγεννα
Και έκανε να φύγει.
-Με λυπάσαι;
Τον ξαναρώτησε επίμονα.
-…..
-Μην με λυπάσαι. Συνέχισε ο άνθρωπος από το παγκάκι.
Να μην με λυπάσαι.
Ανθρώπους που αγαπάς έχεις;
Ανθρώπους που σε αγαπάνε;
-…
– Ανθρώπους που πλήγωσες και πληγώθηκες;
Ανθρώπους που άφησαν πάνω σου το στίγμα τους;
Εσύ έχεις αφήσει πουθενά το στίγμα σου;
Αυτό παραπήγαινε. Τί είπε ο γεροξεκούτης τώρα;
-Να σου πω άνθρωπέ μου…
Προσπάθησε να διακόψει τον γέρο, αλλά εκείνος με την ίδια σταθερή αλλά και ψυχρή φωνή συνέχισε.
-Αν κάτι έχεις αισθανθεί στα χρόνια της ζωής σου, κράτησέ το.
Ευχαρίστησε τους ανθρώπους που στο προσέφεραν.
Ευχαρίστησε τον εαυτό σου που το ένιωσες.
Και μην ξεχάσεις να τους το πείς.
Σε όλους.
Δεν θα έχεις πάντα αυτήν την ευκαιρία.
Καθόταν σκεφτικός. Το κρύο ήταν διαπεραστικό. Δεν του έδινε περιθώρια για κουβέντα. Έκανε πως πήγε να χαιρετήσει, αλλά δεν είδε κανέναν στο παγκάκι.
Ούτε αυτό το μισοάδειο μπουκάλι.
Η καμπάνα χτύπησε ξανά. Ήταν Χριστούγεννα.
Τουλάχιστον Αυτός είχε αγαπήσει όλο τον κόσμο, και στο τέλος υπέφερε κιόλας.
Του αξίζει ,σκέφτηκε, μία επίσκεψη στα γενέθλιά του.
Ας αρχίσω από εκεί…
πηγή