Με αφορμή την αγιοκατάταξη του Γέροντα Παϊσίου-που δυστυχώς ενώ άκουγα συνέχεια για την οσιότητά του ποτέ δεν αξιώθηκα να περάσω από την "Παναγούδα",τότε που ζούσε, όταν διψασμένος στα ανήσυχα χρόνια της εφηβείας μου έψαχνα μορφές και κραυγές πραγματικών ασκητών στο τότε Άγιο Όρος για να ξεδιψάσω-σας αφιερώνω αυτό το σπάνιο κείμενο του Νίκου Καζαντζάκη που και αυτός όπως όλοι μας οι εκάστοτε εκεί προσκυνητές έψαχνε την λύτρωση με την εναγώνια εσωτερική κραυγή της ψυχής του αποτυπωμένη στο υπέροχο κείμενό του...
Θύμησες από την "έρημο"του Αγίου Όρους..
Ο ίδιος σε νεαρή ηλικία είχε επισκεφθεί τα ερημητήρια τους. Η περιγραφή στο σύγγραμμα του ''Αναφορά στον Γκρέκο'', είναι πλήρως κατατοπιστική.
Πόσο ειλικρινά επιθυμώ και πάλι να βρεθώ σύντομα εκεί..Θύμησες στο νου και στην καρδιά μου από ένα Άγιο Όρος που σε τίποτα πια δεν μοιάζει στην τότε μαγεία των πρό της "ανάπτυξής"του χρόνων (τέλη δεκαετίας 1980, αρχές δεκαετίας 1990)...
"Τελείωνε πια το προσκύνημά μας. Τις παραμονές του μισεμού πήρα τον ανήφορο μοναχός, ν’ ανέβω στ’ άγρια ησυχαστήρια, ανάμεσα στους βράχους αψηλά απάνω από τη θάλασσα, στα Καρούλια.
Τρυπωμένοι μέσα σε σπηλιές, ζουν εκεί και προσεύχουνται για τις αμαρτίες του κόσμου, καθένας μακριά από τον άλλο, για να μην έχουν και την παρηγοριά να βλέπουν ανθρώπους, οι πιο άγριοι, οι πιο άγιοι ασκητές του Αγίου Όρους.
Ένα καλαθάκι έχουν κρεμασμένο στη θάλασσα, κι οι βάρκες που τυχαίνει κάποτε να περνούν ζυγώνουν και ρίχνουν μέσα λίγο ψωμί, ελιές, ότι έχουν, για να μην αφήσουν τους ασκητές να πεθάνουν της πείνας.
Πολλοί από τους άγριους αυτούς ασκητές τρελαίνουνται. Θαρρούν πώς έκαμαν φτερά, πετούν απάνω από τον γκρεμό και γκρεμίζουνται…. Κάτω ο γιαλός είναι γεμάτος κόκκαλα.Ανάμεσα στους ερημίτες τούτους ζούσε τα χρόνια εκείνα, ξακουστός για την αγιοσύνη του, ο Μακάριος ο Σπηλαιώτης
Αυτόν κίνησα να δω. Από τη στιγμή που πάτησα στο ιερό βουνό, είχα πάρει την απόφαση να πάω να τον δω, να σκύψω να του φιλήσω το χέρι και να του ξομολογηθώ.
Όχι τα κρίματά μου, δεν πίστευα να χα κάμει ως τότε πολλά, όχι τα κρίματά μου παρά την εωσφορική αλαζονεία που συχνά μ’ έσπρωχνε να μιλώ με αναίδεια για τα εφτά μυστήρια και τις δέκα εντολές και να θέλω να χαράξω δικό μου δεκάλογο.
Έφτασα κατά το μεσημέρι στ’ ασκηταριά.
Τρύπες μαύρες στον γκρεμό, σιδερένιοι σταυροί καρφωμένοι στους βράχους, ένας σκελετός πρόβαλε από μια σπηλιά, τρόμαξα.
Σα να χε φτάσει κιόλας η Δευτέρα Παρουσία και ξεπρόβαλε ο σκελετός αυτός από τη γης και δεν είχε ακόμα προφτάσει να ντυθεί όλες τις σάρκες του.
Φόβος κι αηδία με κυρίεψε, και συνάμα κρυφός ανομολόγητος θαμασμός.
Δεν τόλμησα να τον ζυγώσω, τον ρώτησα από μακριά. Άπλωσε το ξεραμένο μπράτσο, αμίλητος, και μου δείξε μια μαύρη σπηλιά αψηλά στα χείλια του γκρεμού.
Πήρα ν’ ανεβαίνω πάλι τους βράχους, με καταξέσκισαν τα αγκρίφια τους, έφτασα στη σπηλιά. Έσκυψα να δω μέσα. Μυρωδιά χωματίλα και λιβάνι, σκοτάδι βαθύ. Σιγά-σιγά διέκρινα ένα σταμνάκι δεξά, σε μια σκισμάδα του βράχου, τίποτα άλλο.
Έκαμα να φωνάξω, μα η σιωπή μέσα στο σκοτάδι ετούτο μου φάνηκε τόσο ιερή, τόσο ανησυχαστική, που δεν τόλμησα. Σαν αμαρτία, σαν ιεροσυλία μου φάνηκε εδω η φωνή του ανθρώπου.
Είχαν πια συνηθίσει τα μάτια μου στο σκοτάδι, κι ως τα γούρλωνα και κοίταζα, ένας φωσφορισμός απαλός,ένα πρόσωπο χλωμό, δυό χέρια σκελεθρωμένα κουνήθηκαν στο βάθος της σπηλιάς κι ακούστηκε γλυκιά ξεπνεμένη φωνή:
– Καλώς τον!
Έκαμα κουράγιο, μπήκα στη σπηλιά, προχώρησα κατά τη φωνή. Κουλουριασμένος χάμω, είχε σηκώσει το κεφάλι ο ασκητής, και διέκρινα στο μεσόφωτο το πρόσωπό του άτριχο, φαγωμένο από τις αγρύπνιες και την πείνα, με αδειανούς βολβούς, να γυαλίζει βυθισμένο σε ανείπωτη μακαριότητα. Τα μαλλιά του είχαν πέσει, έλαμπε το κεφάλι του σαν κρανίο.
– Ευλόγησον, πάτερ, είπα κι έσκυψα να του φιλήσω το κοκαλιασμένο χέρι.
Κάμποση ώρα σωπαίναμε.
Κοίταζα με απληστία την ψυχή τούτη που είχε εξαφανίσει το κορμί της, αυτό βάραινε τις φτερούγες της και δεν την άφηνε ν’ ανέβει στον ουρανό.
Ανήλεο, ανθρωποφάγο θεριό η ψυχή που πιστεύει.
Κρέατα, μάτια, μαλλιά, όλα του τα χε φάει.
Δεν ήξερα τι να πω, από που ν’ αρχίσω.
Σαν ένα στρατόπεδο ύστερα από φοβερή σφαγή μου φάνταζε το σαράβαλο κορμί μπροστά μου. Ξέκρινα απάνω του τις νυχιές και τις δαγκωματιές του Πειρασμού.
Αποκότησα τέλος:
– Παλεύεις ακόμα με το Διάβολο, πάτερ Μακάριε; τον ρώτησα.
-Όχι πια, παιδί μου.Τώρα γέρασα, γέρασε κι αυτός μαζί μου. Δεν έχει δύναμη. Παλεύω με το Θεό.
– Με το Θεό ! έκαμα ξαφνιασμένος κι ελπίζεις να νικήσεις;
–Ελπίζω να νικηθώ, παιδί μου. Μου απόμειναν ακόμα τα κόκαλα. Αυτά αντιστέκουνται.
– Βαριά η ζωή σου, γέροντά μου. Θέλω κι εγώ να σωθώ, δεν υπάρχει άλλος δρόμος;
– Πιο βολικός; έκαμε ο ασκητής και χαμογέλασε με συμπόνια.
– Πιο ανθρώπινος, γέροντά μου.
– Ένας μονάχα δρόμος.
– Πώς τον λέν;
– Ανήφορο. Ν’ ανεβαίνεις ένα σκαλί. Από το χορτασμό στην πείνα, από τον ξεδιψασμό στη δίψα, από Τη Χαρά Στον Πόνο. Στην κορφή της πείνας, της δίψας, του πόνου κάθεται ο Θεός. Στην κορφή της καλοπέρασης κάθεται ο Διάβολος διάλεξε.
– Είμαι ακόμα νέος. Καλή ναι η γης, έχω καιρό να διαλέξω. Άπλωσε ο ασκητής τα πέντε, κόκαλα του χεριού του, άγγιξε το γόνατό μου, με σκούντηξε:
- Ξύπνα, παιδί μου, ξύπνα, πριν σε ξυπνήσει o Χάρος.
Ανατρίχιασα.
– Είμαι νέος, ξανάπα για να κάμω κουράγιο.
- Ο Χάρος αγαπάει τους νέους. Η Κόλαση αγαπάει τους νέους. Η ζωή ναι ένα μικρό κεράκι αναμμένο, εύκολα σβήνει, έχε το νου σου, ξύπνα!
Σώπασε μια στιγμή, και σε λίγο:
– Είσαι έτοιμος; μου κάνει.
Αγανάχτηση με κυρίεψε και πείσμα.
– Όχι! φώναξα.
– Αυθάδεια της νιότης! Το λες και καυχιέσαι, μη φωνάζεις. Δε φοβάσαι;
– Ποιος δε φοβάται; Φοβούμαι. Κι ελόγου σου, πάτερ άγιε, δε φοβάσαι;
Πείνασες, δίψασες, πόνεσες, κοντεύει να φτάσεις στην κορφή της σκάλας, φάνηκε! πόρτα της Παράδεισος. Μα θ’ ανοίξει η πόρτα αυτή να μπεις; Θ’ ανοίξει; είσαι σίγουρος;
Δύο δάκρυα κύλησαν από τις κόχες των ματιών του. Αναστέναξε. Και σε λίγο:
Είμαι σίγουρος για την καλοσύνη του Θεού. Αυτή νικάει και συχωρνάει τις αμαρτίες του ανθρώπου.
– Κι εγώ είμαι σίγουρος για την καλοσύνη του Θεού. Αυτή λοιπόν μπορεί να συχωρέσει και την αυθάδεια της νιότης.
– Αλοίμονο να κρεμόμαστε μονάχα από την καλοσύνη του Θεού. Η κακία τότε κι η αρετή θα μπαίναν αγκαλιασμένες στην Παράδεισο.
– Δεν είναι, θαρρείς, γέροντά μου, η καλοσύνη του Θεού τόσο μεγάλη;
Κι ως το πα, άστραψε στο νου μου ο ανόσιος, μπορεί, μα, ποιος ξέρει, μπορεί ο τρισάγιος στοχασμός, πώς θα ρθει καιρός της τέλειας λύτρωσης, της τέλειας φίλιωσης, θα σβήσουν οι φωτιές της Κόλασης, κι ο Ασωτος Υιός, ο Σατανάς, θ’ ανέβει στον ουρανό, θα φιλήσει το χέρι του Πατέρα και δάκρυα θα κυλήσουν από τα μάτια του: «Ήμαρτον!» θα φωνάξει, κι ο Πατέρας θ’ ανοίξει την αγκάλη του: «Καλώς ήρθες» θα του πει «καλώς ήρθες, γιε μου.
Συχώρεσε με που σε τυράννησα τόσο πολύ!».
Μα δεν τόλμησα να ξεστομίσω το στοχασμό μου.
Πήρα ένα πλάγιο μονοπάτι να του το πω
– Έχω ακουστά, γέροντά μου, πώς ένας άγιος, δε θυμάμαι τώρα ποιός, δεν μπορούσε να βρει ανάπαψη στην Παράδεισο.
Άκουσε ο Θεός τους στεναγμούς του, τον κάλεσε:
«Τί έχεις κι αναστενάζεις;» τον ρώτησε. «Δεν είσαι ευτυχής;
Πώς να μαι ευτυχής, Κύριε;» του αποκρίθηκε ο άγιος. Στη μέση μέση της Παράδεισος ένα σιντριβάνι και κλαίει.
Τί συντριβάνι;
Τα δάκρυα των κολασμένων.
Ο ασκητής έκαμε το σημάδι του σταυρού, τα χέρια του έτρεμαν.
– Ποιος είσαι; έκαμε με φωνή ξεψυχισμένη.
Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά!
Έκαμε πάλι το σταυρό του τρεις φορές, έφτυσε στον αέρα:
– Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά, ξανάπε, κι η φωνή του τώρα είχε στερεώσει.
Άγγιξα το γόνατό του που γυάλιζε γυμνό στο μεσόφωτο. Το χέρι μου πάγωσε.
– Γέροντά μου, του κάνω, δεν ήρθα εδώ να σε πειράξω, δεν είμαι ο Πειρασμός. Είμαι ένας νέος που θέλει να πιστέψει απλοϊκά, χωρίς να ρωτάει, όπως πίστευε ο παππούς μου ο χωριάτης θέλω, μα δεν μπορώ.
– Αλίμονο σου, αλίμονο σου, δυστυχισμένε.
Το μυαλό θα σε φάει, το εγώ θα σε φάει.
Ο αρχάγγελος Εωσφόρος, που εσύ υπερασπίζεσαι και θες να τον σώσεις, ξέρεις πότε γκρεμίστηκε στην Κόλαση;
Όταν στράφηκε στο Θεό κι είπε:
Εγώ. Ναι ναι, άκου, νεαρέ, και βάλ’ το καλά στo νου σου:
– Ένα μονάχα πράμα κολάζεται στην Κόλαση, το εγώ.
Το εγώ, ανάθεμά το!
Τίναξα το κεφάλι πεισματωμένος:
– Με το εγώ αυτό ξεχώρισε ο άνθρωπος από το ζώο, μην το κακολογάς, πάτερ Μακάριε.
– Με το εγώ αυτό ξεχώρισε… από το Θεό. Πρώτα όλα ήταν ένα με το Θεό, ευτυχισμένα στον κόρφο του. Δεν υπήρχε εγώ και συ κι εκείνος δεν υπήρχε δικό σου και δικό μου, δεν υπήρχαν δυό, υπήρχε ένα. Το Ένα, ο Ένας. Αυτός είναι ο Παράδεισος που ακούς, κανένας άλλος. Από κει ξεκινήσαμε, αυτόν θυμάται και λαχταρίζει η ψυχή να γυρίσει. Βλογημένος ο θάνατος! τί ναι ο θάνατος, θαρρείς;Ένα μουλάρι, το καβαλικεύουμε και πάμε
Μιλούσε, κι όσο μιλούσε το πρόσωπό του φωτίζουνταν.
Γλυκό, ευτυχισμένο χαμόγελο ξεχύνουνταν από τα χείλια του κι έπιανε όλο του το πρόσωπο. Ένιωθες βυθίζουνταν στην Παράδεισο.
– Γιατί χαμογελάς, γέροντά μου;
– Είναι να μη χαμογελώ; μου αποκρίθηκε είμαι ευτυχής, παιδί μου.
Κάθε μέρα, κάθε ώρα, γροικώ τα πέταλα του μουλαριού, γροικώ το Χάρο να ζυγώνει.
Είχα σκαρφαλώσει τα βράχια για να ξομολογηθώ στον άγριο τούτον απαρνητή της ζωής. Μα είδα ήταν ακόμα πολύ ενωρίς.
Η ζωή μέσα μου δεν είχε ξεθυμάνει, αγαπούσα πολύ τον ορατό κόσμο, έλαμπε o Εωσφόρος στο μυαλό μου, δεν είχε αφανιστεί μέσα στην τυφλωτική λάμψη του Θεού.
Αργότερα, συλλογίστηκα, σα γεράσω, σαν ξεθυμάνω, σαν ξεθυμάνει μέσα μου κι o Εωσφόρος.
Σηκώθηκα. Ασκωσε ο γέροντας το κεφάλι.
– Φεύγεις; έκαμε άε στο καλό. Ο Θεός μαζί σου.
Και σε λίγο, περιπαιχτικά:
– Χαιρετίσματα στον κόσμο.
– Χαιρετίσματα στον ουρανό, αντιμίλησα. Και πες στο Θεό, δε φταίμε εμείς, φταίει αυτός που έκαμε τον κόσμο τόσο ωραίο.
Θύμησες από την "έρημο"του Αγίου Όρους..
Ο ίδιος σε νεαρή ηλικία είχε επισκεφθεί τα ερημητήρια τους. Η περιγραφή στο σύγγραμμα του ''Αναφορά στον Γκρέκο'', είναι πλήρως κατατοπιστική.
Πόσο ειλικρινά επιθυμώ και πάλι να βρεθώ σύντομα εκεί..Θύμησες στο νου και στην καρδιά μου από ένα Άγιο Όρος που σε τίποτα πια δεν μοιάζει στην τότε μαγεία των πρό της "ανάπτυξής"του χρόνων (τέλη δεκαετίας 1980, αρχές δεκαετίας 1990)...
"Τελείωνε πια το προσκύνημά μας. Τις παραμονές του μισεμού πήρα τον ανήφορο μοναχός, ν’ ανέβω στ’ άγρια ησυχαστήρια, ανάμεσα στους βράχους αψηλά απάνω από τη θάλασσα, στα Καρούλια.
Τρυπωμένοι μέσα σε σπηλιές, ζουν εκεί και προσεύχουνται για τις αμαρτίες του κόσμου, καθένας μακριά από τον άλλο, για να μην έχουν και την παρηγοριά να βλέπουν ανθρώπους, οι πιο άγριοι, οι πιο άγιοι ασκητές του Αγίου Όρους.
Ένα καλαθάκι έχουν κρεμασμένο στη θάλασσα, κι οι βάρκες που τυχαίνει κάποτε να περνούν ζυγώνουν και ρίχνουν μέσα λίγο ψωμί, ελιές, ότι έχουν, για να μην αφήσουν τους ασκητές να πεθάνουν της πείνας.
Πολλοί από τους άγριους αυτούς ασκητές τρελαίνουνται. Θαρρούν πώς έκαμαν φτερά, πετούν απάνω από τον γκρεμό και γκρεμίζουνται…. Κάτω ο γιαλός είναι γεμάτος κόκκαλα.Ανάμεσα στους ερημίτες τούτους ζούσε τα χρόνια εκείνα, ξακουστός για την αγιοσύνη του, ο Μακάριος ο Σπηλαιώτης
Αυτόν κίνησα να δω. Από τη στιγμή που πάτησα στο ιερό βουνό, είχα πάρει την απόφαση να πάω να τον δω, να σκύψω να του φιλήσω το χέρι και να του ξομολογηθώ.
Όχι τα κρίματά μου, δεν πίστευα να χα κάμει ως τότε πολλά, όχι τα κρίματά μου παρά την εωσφορική αλαζονεία που συχνά μ’ έσπρωχνε να μιλώ με αναίδεια για τα εφτά μυστήρια και τις δέκα εντολές και να θέλω να χαράξω δικό μου δεκάλογο.
Έφτασα κατά το μεσημέρι στ’ ασκηταριά.
Τρύπες μαύρες στον γκρεμό, σιδερένιοι σταυροί καρφωμένοι στους βράχους, ένας σκελετός πρόβαλε από μια σπηλιά, τρόμαξα.
Σα να χε φτάσει κιόλας η Δευτέρα Παρουσία και ξεπρόβαλε ο σκελετός αυτός από τη γης και δεν είχε ακόμα προφτάσει να ντυθεί όλες τις σάρκες του.
Φόβος κι αηδία με κυρίεψε, και συνάμα κρυφός ανομολόγητος θαμασμός.
Δεν τόλμησα να τον ζυγώσω, τον ρώτησα από μακριά. Άπλωσε το ξεραμένο μπράτσο, αμίλητος, και μου δείξε μια μαύρη σπηλιά αψηλά στα χείλια του γκρεμού.
Πήρα ν’ ανεβαίνω πάλι τους βράχους, με καταξέσκισαν τα αγκρίφια τους, έφτασα στη σπηλιά. Έσκυψα να δω μέσα. Μυρωδιά χωματίλα και λιβάνι, σκοτάδι βαθύ. Σιγά-σιγά διέκρινα ένα σταμνάκι δεξά, σε μια σκισμάδα του βράχου, τίποτα άλλο.
Έκαμα να φωνάξω, μα η σιωπή μέσα στο σκοτάδι ετούτο μου φάνηκε τόσο ιερή, τόσο ανησυχαστική, που δεν τόλμησα. Σαν αμαρτία, σαν ιεροσυλία μου φάνηκε εδω η φωνή του ανθρώπου.
Είχαν πια συνηθίσει τα μάτια μου στο σκοτάδι, κι ως τα γούρλωνα και κοίταζα, ένας φωσφορισμός απαλός,ένα πρόσωπο χλωμό, δυό χέρια σκελεθρωμένα κουνήθηκαν στο βάθος της σπηλιάς κι ακούστηκε γλυκιά ξεπνεμένη φωνή:
– Καλώς τον!
Έκαμα κουράγιο, μπήκα στη σπηλιά, προχώρησα κατά τη φωνή. Κουλουριασμένος χάμω, είχε σηκώσει το κεφάλι ο ασκητής, και διέκρινα στο μεσόφωτο το πρόσωπό του άτριχο, φαγωμένο από τις αγρύπνιες και την πείνα, με αδειανούς βολβούς, να γυαλίζει βυθισμένο σε ανείπωτη μακαριότητα. Τα μαλλιά του είχαν πέσει, έλαμπε το κεφάλι του σαν κρανίο.
– Ευλόγησον, πάτερ, είπα κι έσκυψα να του φιλήσω το κοκαλιασμένο χέρι.
Κάμποση ώρα σωπαίναμε.
Κοίταζα με απληστία την ψυχή τούτη που είχε εξαφανίσει το κορμί της, αυτό βάραινε τις φτερούγες της και δεν την άφηνε ν’ ανέβει στον ουρανό.
Ανήλεο, ανθρωποφάγο θεριό η ψυχή που πιστεύει.
Κρέατα, μάτια, μαλλιά, όλα του τα χε φάει.
Δεν ήξερα τι να πω, από που ν’ αρχίσω.
Σαν ένα στρατόπεδο ύστερα από φοβερή σφαγή μου φάνταζε το σαράβαλο κορμί μπροστά μου. Ξέκρινα απάνω του τις νυχιές και τις δαγκωματιές του Πειρασμού.
Αποκότησα τέλος:
– Παλεύεις ακόμα με το Διάβολο, πάτερ Μακάριε; τον ρώτησα.
-Όχι πια, παιδί μου.Τώρα γέρασα, γέρασε κι αυτός μαζί μου. Δεν έχει δύναμη. Παλεύω με το Θεό.
– Με το Θεό ! έκαμα ξαφνιασμένος κι ελπίζεις να νικήσεις;
–Ελπίζω να νικηθώ, παιδί μου. Μου απόμειναν ακόμα τα κόκαλα. Αυτά αντιστέκουνται.
– Βαριά η ζωή σου, γέροντά μου. Θέλω κι εγώ να σωθώ, δεν υπάρχει άλλος δρόμος;
– Πιο βολικός; έκαμε ο ασκητής και χαμογέλασε με συμπόνια.
– Πιο ανθρώπινος, γέροντά μου.
– Ένας μονάχα δρόμος.
– Πώς τον λέν;
– Ανήφορο. Ν’ ανεβαίνεις ένα σκαλί. Από το χορτασμό στην πείνα, από τον ξεδιψασμό στη δίψα, από Τη Χαρά Στον Πόνο. Στην κορφή της πείνας, της δίψας, του πόνου κάθεται ο Θεός. Στην κορφή της καλοπέρασης κάθεται ο Διάβολος διάλεξε.
– Είμαι ακόμα νέος. Καλή ναι η γης, έχω καιρό να διαλέξω. Άπλωσε ο ασκητής τα πέντε, κόκαλα του χεριού του, άγγιξε το γόνατό μου, με σκούντηξε:
- Ξύπνα, παιδί μου, ξύπνα, πριν σε ξυπνήσει o Χάρος.
Ανατρίχιασα.
– Είμαι νέος, ξανάπα για να κάμω κουράγιο.
- Ο Χάρος αγαπάει τους νέους. Η Κόλαση αγαπάει τους νέους. Η ζωή ναι ένα μικρό κεράκι αναμμένο, εύκολα σβήνει, έχε το νου σου, ξύπνα!
Σώπασε μια στιγμή, και σε λίγο:
– Είσαι έτοιμος; μου κάνει.
Αγανάχτηση με κυρίεψε και πείσμα.
– Όχι! φώναξα.
– Αυθάδεια της νιότης! Το λες και καυχιέσαι, μη φωνάζεις. Δε φοβάσαι;
– Ποιος δε φοβάται; Φοβούμαι. Κι ελόγου σου, πάτερ άγιε, δε φοβάσαι;
Πείνασες, δίψασες, πόνεσες, κοντεύει να φτάσεις στην κορφή της σκάλας, φάνηκε! πόρτα της Παράδεισος. Μα θ’ ανοίξει η πόρτα αυτή να μπεις; Θ’ ανοίξει; είσαι σίγουρος;
Δύο δάκρυα κύλησαν από τις κόχες των ματιών του. Αναστέναξε. Και σε λίγο:
Είμαι σίγουρος για την καλοσύνη του Θεού. Αυτή νικάει και συχωρνάει τις αμαρτίες του ανθρώπου.
– Κι εγώ είμαι σίγουρος για την καλοσύνη του Θεού. Αυτή λοιπόν μπορεί να συχωρέσει και την αυθάδεια της νιότης.
– Αλοίμονο να κρεμόμαστε μονάχα από την καλοσύνη του Θεού. Η κακία τότε κι η αρετή θα μπαίναν αγκαλιασμένες στην Παράδεισο.
– Δεν είναι, θαρρείς, γέροντά μου, η καλοσύνη του Θεού τόσο μεγάλη;
Κι ως το πα, άστραψε στο νου μου ο ανόσιος, μπορεί, μα, ποιος ξέρει, μπορεί ο τρισάγιος στοχασμός, πώς θα ρθει καιρός της τέλειας λύτρωσης, της τέλειας φίλιωσης, θα σβήσουν οι φωτιές της Κόλασης, κι ο Ασωτος Υιός, ο Σατανάς, θ’ ανέβει στον ουρανό, θα φιλήσει το χέρι του Πατέρα και δάκρυα θα κυλήσουν από τα μάτια του: «Ήμαρτον!» θα φωνάξει, κι ο Πατέρας θ’ ανοίξει την αγκάλη του: «Καλώς ήρθες» θα του πει «καλώς ήρθες, γιε μου.
Συχώρεσε με που σε τυράννησα τόσο πολύ!».
Μα δεν τόλμησα να ξεστομίσω το στοχασμό μου.
Πήρα ένα πλάγιο μονοπάτι να του το πω
– Έχω ακουστά, γέροντά μου, πώς ένας άγιος, δε θυμάμαι τώρα ποιός, δεν μπορούσε να βρει ανάπαψη στην Παράδεισο.
Άκουσε ο Θεός τους στεναγμούς του, τον κάλεσε:
«Τί έχεις κι αναστενάζεις;» τον ρώτησε. «Δεν είσαι ευτυχής;
Πώς να μαι ευτυχής, Κύριε;» του αποκρίθηκε ο άγιος. Στη μέση μέση της Παράδεισος ένα σιντριβάνι και κλαίει.
Τί συντριβάνι;
Τα δάκρυα των κολασμένων.
Ο ασκητής έκαμε το σημάδι του σταυρού, τα χέρια του έτρεμαν.
– Ποιος είσαι; έκαμε με φωνή ξεψυχισμένη.
Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά!
Έκαμε πάλι το σταυρό του τρεις φορές, έφτυσε στον αέρα:
– Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά, ξανάπε, κι η φωνή του τώρα είχε στερεώσει.
Άγγιξα το γόνατό του που γυάλιζε γυμνό στο μεσόφωτο. Το χέρι μου πάγωσε.
– Γέροντά μου, του κάνω, δεν ήρθα εδώ να σε πειράξω, δεν είμαι ο Πειρασμός. Είμαι ένας νέος που θέλει να πιστέψει απλοϊκά, χωρίς να ρωτάει, όπως πίστευε ο παππούς μου ο χωριάτης θέλω, μα δεν μπορώ.
– Αλίμονο σου, αλίμονο σου, δυστυχισμένε.
Το μυαλό θα σε φάει, το εγώ θα σε φάει.
Ο αρχάγγελος Εωσφόρος, που εσύ υπερασπίζεσαι και θες να τον σώσεις, ξέρεις πότε γκρεμίστηκε στην Κόλαση;
Όταν στράφηκε στο Θεό κι είπε:
Εγώ. Ναι ναι, άκου, νεαρέ, και βάλ’ το καλά στo νου σου:
– Ένα μονάχα πράμα κολάζεται στην Κόλαση, το εγώ.
Το εγώ, ανάθεμά το!
Τίναξα το κεφάλι πεισματωμένος:
– Με το εγώ αυτό ξεχώρισε ο άνθρωπος από το ζώο, μην το κακολογάς, πάτερ Μακάριε.
– Με το εγώ αυτό ξεχώρισε… από το Θεό. Πρώτα όλα ήταν ένα με το Θεό, ευτυχισμένα στον κόρφο του. Δεν υπήρχε εγώ και συ κι εκείνος δεν υπήρχε δικό σου και δικό μου, δεν υπήρχαν δυό, υπήρχε ένα. Το Ένα, ο Ένας. Αυτός είναι ο Παράδεισος που ακούς, κανένας άλλος. Από κει ξεκινήσαμε, αυτόν θυμάται και λαχταρίζει η ψυχή να γυρίσει. Βλογημένος ο θάνατος! τί ναι ο θάνατος, θαρρείς;Ένα μουλάρι, το καβαλικεύουμε και πάμε
Μιλούσε, κι όσο μιλούσε το πρόσωπό του φωτίζουνταν.
Γλυκό, ευτυχισμένο χαμόγελο ξεχύνουνταν από τα χείλια του κι έπιανε όλο του το πρόσωπο. Ένιωθες βυθίζουνταν στην Παράδεισο.
– Γιατί χαμογελάς, γέροντά μου;
– Είναι να μη χαμογελώ; μου αποκρίθηκε είμαι ευτυχής, παιδί μου.
Κάθε μέρα, κάθε ώρα, γροικώ τα πέταλα του μουλαριού, γροικώ το Χάρο να ζυγώνει.
Είχα σκαρφαλώσει τα βράχια για να ξομολογηθώ στον άγριο τούτον απαρνητή της ζωής. Μα είδα ήταν ακόμα πολύ ενωρίς.
Η ζωή μέσα μου δεν είχε ξεθυμάνει, αγαπούσα πολύ τον ορατό κόσμο, έλαμπε o Εωσφόρος στο μυαλό μου, δεν είχε αφανιστεί μέσα στην τυφλωτική λάμψη του Θεού.
Αργότερα, συλλογίστηκα, σα γεράσω, σαν ξεθυμάνω, σαν ξεθυμάνει μέσα μου κι o Εωσφόρος.
Σηκώθηκα. Ασκωσε ο γέροντας το κεφάλι.
– Φεύγεις; έκαμε άε στο καλό. Ο Θεός μαζί σου.
Και σε λίγο, περιπαιχτικά:
– Χαιρετίσματα στον κόσμο.
– Χαιρετίσματα στον ουρανό, αντιμίλησα. Και πες στο Θεό, δε φταίμε εμείς, φταίει αυτός που έκαμε τον κόσμο τόσο ωραίο.